Το χρώμα έφυγ’ απ’ την πόλη
το ξεπροβόδισα εχθές
και μου ’πε να μην περιμένω
στα πάρκα και στις αγορές.
Μου `πε πως φεύγει βιαστικά
να χρωματίσει άλλους τόπους
κι αφήνει γκρίζο μοναχά
στα κτίρια και στους ανθρώπους.
Τυφλοπόντικα αρχηγέ μου
στις στοές σου με ξεχνάς
στο βασίλειο που φτιάχνεις
με φοβίζει η σκοτεινιά
Τυφλοπόντικα με ψάχνεις
ήρθ’ η ώρα για να φας
με τα μαγικά σου κόλπα
σαν μαγνήτης με τραβάς.
Το χρώμα έφυγ’ απ’ την πόλη
μα δεν το πρόσεξε κανείς
μ’ άφησε μόνο στο μπαλκόνι
λάφυρο της οικοδομής.
Μου `πε πως δεν μπορεί να ζει
με αναμνήσεις αθανάτου
και σε καρέκλα ηλεκτρική
να νανουρίζει τα παιδιά του.