Σύννεφα τα όνειρά μου
και περνάν’ από μπροστά μου
μαύρα γίνονται και γκρίζα
στου ουρανού σου την κορνίζα.
Μου `λεγαν για την αγάπη
είναι της ζωής τ’ αλάτι
όμως ο δικός σου δρόμος
θέλει βήμα ακροβάτη.
Μα όταν ο βοριάς σκορπίσει
του μυαλού μου το μελίσσι
το γινάτι σου θα δώσω
και θα το εξαργυρώσω.
Όλα έρχονται και πάνε
και κανένα δεν ρωτάνε
η ζωή που σ’ αρμενίζει
ρόδα είναι και γυρίζει.
Μπήκε το νερό στ’ αυλάκι
κι έγινε πικρό φαρμάκι
η καρδιά σου σ’ άλλο μέρος
και αστόχησε το βέλος.
Βλέπω φώτα βλέπω ελπίδα
και συ βλέπεις καταιγίδα
την ψυχούλα σου ζυγιάζεις
κι απ’ τον ίσκιο της με βγάζεις.