Μ’ ένα γραμμόφωνο παλιό
απ’ το Μοναστηράκι
κι ένα φεγγάρι βάσανο
τη νύχτα στο σοκάκι,
θα βγω σε μιαν ανηφοριά
να δω την οικουμένη,
στη θάλασσα και στη στεριά
το τι με περιμένει.
Θα βάλω ρούχο δανεικό
και δαχτυλίδι ξένο
κι ένα πουκάμισο παλιό
φρεσκοσιδερωμένο,
και σε καράβι φορτηγό
στις μηχανές τεχνίτης,
θα βγω στον κόσμο να σε βρω
φτωχός κι ερημοσπίτης.