Μέσα στὴ νύχτα ξεκινῶ γιὰ κάτι μάρμαρα θαρρῶ
μιᾶς ἐκκλησιᾶς παλιᾶς χαμένης,
ἐσὺ κοιμᾶσαι, μὰ ἐγὼ μὲς στὸ σκοτάδι προσπαθῶ,
μικρό μου, νὰ σὲ δῶ.
Ὅλα τὰ δέντρα στὴ σειρὰ θυμίζουν ψεύτικα φυτά,
μαρμαρωμένα,
ἐνῶ τὰ μάρμαρα χορὸ ἀρχίζουν στροβιλιστικά,
τά ῾χω χαμένα.
Στῆς παραζάλης τὸ σκοπὸ ἔρχομαι γιὰ νὰ θυμηθῶ
χρόνια θαμμένα,
οἱ τάφοι ἀνοίγονται στὴ γῆς κι οἱ ἅγιοι στήνονται πιὸ ῾κεῖ,
στὸ Ἅγιο Βῆμα.
Τὰ φῶτα ἀντίκρυ τῶν χωριῶν μοιάζουν παράλογα στὸ φῶς
τῆς πανσελήνου,
φωνές, εἰκόνες, ξωτικά, χρόνια παλιὰ ζεῖτε ξανὰ
σὰν μαγεμένα.
Πολλὲς φορὲς σὰν ξεκινῶ, μικρό μου, νὰ σὲ θυμηθῶ,
ὁ νοῦς μου τρέχει
καὶ τὸ μεθύσι τὸ γλυκὸ μὲ κάνει ἄλλα νὰ σκεφτῶ,
παράξενα.