Ο Ασίκ Καρίπης ο φτωχός
στον Καύκασο γυρνούσε
βρε
ολομόναχος.
Απ’ το Σιβάζ ήρθαν γραφτά
παντρεύουν την καλή του
βρε αχ
για λεφτά.
Κι ο Ασίκης το καλό του σάζι
σκασμένος δίνει μια
βρε αχ
και το σπάζει.
Δε φτάνω, λέει μπαϊλτισμένος
μα νάσου ο Αη Γιώργης
βρε
αρματωμένος.
Μεγάλε μου Άη Γιώργη καπετάνο
δανείζεις το άτι σου
μωρέ αχ
σε μουσουλμάνο;
Πάρτο Καρίπ και μη διστάσεις
στη γης μη βάλεις πόδι
μπρε
και θα προφτάσεις.
Πετάει ο ασίκης στον αιθέρα
και φτάνει στο Σιβάζ
μωρέ
την ίδια μέρα.
Αρπάζει την καλή του απ’ τα καπάνια
και πέταξαν ψηλά,
μωρέ, πολύ ψηλά
στα επουράνια.