Ἀπ᾿ τῆς Ἀλάνιας1 ὁ Κεμὰλ κράταγε τὸ λιμάνι,
μὰ ὅλο τὸ σόϊ του ἤτανε Κρητικοὶ Μουσουλμάνοι, 2
ποὺ φύγαν στὴν Ἀνατολὴ μετὰ τὸ Εἰκοσιένα
καὶ μίλαγε τὰ κρητικὰ καλύτερ᾿ ἀπὸ μένα.
Εἰς τὸ Στρασβοῦργο πήγαμε μαζὶ τὸν μήνα Ἰούλιο,
δυὸ βήματα ἀπ᾿ τὸ Εὐρωπαϊκὸ τὸ Κοινοβούλιο.
Σὲ μίαν ἀλάνα, σὲ σωστὸ ντενεκὲ μαχαλᾶ,
γιὰ νὰ γουστάρουμε ὄργανα καὶ νάκλια3 ἀπ᾿ τὰ καλά.
Εἶχαν πολλοὺς λυράρηδες οἱ Τουρκοκρητικοί,
ποὺ παῖζαν γιὰ ὅσους ἔρχονταν στὶς φάμπρικες ἐκεῖ,
ἀπ᾿ ὅλη τὴν Ἀνατολὴ κι ἀπὸ τὴν Ἰωνία
κι ἀπ᾿ τοῦ Βελγίου τὶς στοὲς κι ἀπὸ τὴ Γερμανία.
Κοψίδια σούβλας, παστουρμᾶ καὶ φίνο μεζεκλίκι
καὶ βέρα γλώσσα κρητική, ποὺ λέει γιὰ σεβνταλίκι.
Τριγύρω στὶς παρέες τους ἐνῶ τσιμπολογοῦσα,
λέγαν τὸν Ἐρωτόκριτο, λέγαν τὴν Ἀρετοῦσα.
Μὰ ὅπως τὰ σκάτωσαν μετὰ ἡ Ἑλλάδα κι ἡ Τουρκία,
πέθανε ὁ φίλος μου ὁ Κεμάλ, 4 κάπου στὴ Ἑσπερία,
χωρὶς ποτὲ ν᾿ ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ τὸν Ψηλορείτη,
τὸν τόπο τῶν πατέρων του, τὴν ὄμορφη τὴν Κρήτη!