Μπῆκα μέσ᾿ σὲ μιὰ καφετερία
ποὺ τὴν εἶχε μία κομψὴ κυρία,
νὰ κάτσω στὸν μπουφέ, μὲ ὅλα μου τὰ ἐφέ,
νὰ πιῶ ἕνα βαρὺ γλυκὸ καφέ.
Κάθισα στὸν μπουφέ, μὲ ὅλα μου τὰ ἐφέ,
παρήγγειλα βαρὺ γλυκὸ καφέ.
Τάκα τάκα ἦρθε ἡ παραγγελία
πού ῾χα δώσει στὴν κομψὴ κυρία.
Ρουφάω τὸν καφέ, ἐπάνω στὸν μπουφὲ
καὶ τότε λέω στὴν κομψὴ κυρία,
ἐκείνη πού ῾χε τὴν καφετερία:
Ὡραῖος ὁ καφές, ὡραῖος κι ὁ μπουφές,
ὡραία καὶ ἡ κυρία ποὺ σερβίρει.
Ὡραῖος ὁ καφές, ὡραῖος κι ὁ μπουφές,
τραγούδι νὰ τῆς κάνουμε, Ἀργύρη.
Βγάζω νὰ πληρώσω τὴν κυρία,
ἐκείνη πού ῾χε τὴν καφετερία,
νὰ δώσω πουρμπουάρ, νὰ πῶ κι ὀρεβουάρ,
καὶ τότε ἀκούω τὴν κομψὴ κυρία,
ἐκείνη πού ῾χε τὴν καφετερία:
Σ᾿ τὸ λέω ὀρθὰ κοφτά, δὲ θέλω ἐγὼ λεφτά,
δεκάρα τσακισμένη ἀπὸ σένα,
μόν᾿ θέλω νὰ μοῦ πεῖς καὶ δίχως νὰ ντραπεῖς
τὸ τραγουδάκι πού ῾γραψες γιὰ μένα.
Μπράβο!
Ὡραῖος ὁ καφές, ὡραῖος κι ὁ μπουφές,
ὡραία καὶ ἡ κυρία ποὺ σερβίρει.
Ὡραῖος ὁ καφές, ὡραῖος κι ὁ μπουφές,
τραγούδι νὰ τῆς κάνουμε, Ἀργύρη.