Στης Σάμος τα ψηλά βουνά, στου Κέρκι τα λημέρια
εκεί ξεχείμαζε ο Γιαγιάς.
Είχε για τροφοδότη του έναν αξαδελφό του
Κοκώνη τον ελέγανε.
Αυτός του έκανε γλυκά και τούβαλε φαρμάκι
ένα πρωί του τάδωσε.
Εκεί που έπινε νερό να σβύση την φωτιά του
έξαφνα πυροβολισμοί.
Άξαφνα πυροβολισμοί καρφώσαν την καρδιά του
και ο Κοκκώνης φώναξε:
Κόφτε παιδιά την κεφαλή για το Βαθύ να πάμε
την αμοιβή να πάρωμε.