Σάββατο απόγευμα πικρό κι η πόλη άδεια
γκρίζο το σύννεφο μάργο αγάπη ν’ αντηχεί
κι ήτανε που με ρώτησες πού πάνε τα καράβια
κι έφυγες απ’ το σήμερα σαν μπόρα βιαστική.
Άσε στη σκέψη σου να μπω να καταλάβω,
σε ποιον αγέρα ορκίστηκες πίστη κι υποταγή
κι όμως εκείνος φύσηξε πικρά να μεταλάβω
σαν μαϊστράλι χάθηκες και πήγες σ’ άλλη γη.
Κι όμως έρχεσαι και φεύγεις στο μυαλό μου
με παίρνεις από δίπλα σου στ’ όνειρο να με πας
κι όμως έρχεσαι και φεύγεις στο μυαλό μου
με βγάζεις απ’ το πονηρό γιατί δε μ’ αγαπάς.
Σάββατο απόγευμα πικρό κι αδιαφορία
κοιτώ απ’ το παράθυρο την πόλη που γερνάει
χάνομαι με την σκέψη μου μες στα λεωφορεία
και ψάχνω δρομολόγιο σε σένα να με πάει.
Κι έρχεται ο ύπνος σαν φονιάς και με κοιτάει
κι εγώ τον αποστρέφομαι και ψάχνω να σε βρω
κάτι βαθιά στον κόρφο μου με καίει, με πονάει
κι είναι που τότε γίνομαι το στίγμα στον καιρό.