Ξεπροβάλλουν δυο καΐκια, το ‘να πάει μπροστά
και το αλλ’ ακολουθάει, πρύμνη του βαστά.
Γύρω γύρω λαμπαδόροι τους φωνάζουνε,
ψάρια παίζουνε στη λάμπα και σπαράζουνε,
ψάρια παίζουνε στη λάμπα και σπαράζουνε.
Έλα ζώστε με, φωνάζουν, να τα πιάσουμε
κι απ’ τα δίχτυα στο καΐκι να τ’αδειάσουμε,
κι απ’ τα δίχτυα στο καΐκι να τ’αδειάσουμε.
Να ζήσει η Κούλουρη με τα ψαραδάκια της, γεια σας παιδιά!
Ψάρι φρέσκο σαν γουστάρεις, κούκλα μου μικρή,
ψαραδάκι ν’ αγαπήσεις μεσ’ απ’ το γρι γρί.
Θα σου λέγει, σήκω κούκλα, να βιράρουμε
και γεμίσανε τα δίχτυα, να σαλπάρουμε,
και γεμίσανε τα δίχτυα, να σαλπάρουμε.
Του γρι γρί τα ψαραδάκια τα τσαχπίνικα,
ξέρουν πάντα να γλεντούνε μερακλίδικα,
ξέρουν πάντα να γλεντούνε μερακλίδικα.
Γεια σας λεβέντες Κουλουριώτες!