Στης Μονεμβασιάς τα κάστρα
μου `ρθε μπάτσος κι είδα άστρα
γιατί σου `πα πως σε θέλω,
δε μπορώ να περιμένω.
Αχ, η συντηρητική σου φύση
βρε δε λέει να μ’ αφήσει
για να δω μιαν άσπρη μέρα
πριν να σου περάσω βέρα.
Κι εβαλά- βαλάντωσα μωρέ
σε θέλω, δεν μπορώ,
κι απ’ την αποθυμιά πεθαίνω.
Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει
και η πίεση ανεβαίνει,
μα ως πότε θα τ’ αντέχω
να σε θέλω να μη σ’ έχω.
Αχ, η συντηρητική σου φύση
το μπαξέ δε λέει ν’ ανοίξει
για να μπω να ξαποστάσω,
στα ενδότερα να φτάσω.
Κι εβαλά- βαλάντωσα μωρέ
σε θέλω, δεν μπορώ,
κι απ’ την αποθυμιά πεθαίνω.