Καλησπέρα, είπε κάποια φωνή,
κι έχω μείνει μ’ ανοιχτή τη γραμμή,
δίχως λέξη κι είχα τόσα πολλά να σου πω.
Ένα γέλιο, πες μου πως τα περνάς,
και τα νέα τυπικά με ρωτάς,
κι οι αναμνήσεις σαν ποτάμι περνούν στο μυαλό.
Πεθαίνω, μα δεν βρίσκω το θάρρος να πω...
Πως μου λείπεις κι έχω χάσει το φως,
πως μου λείπεις κι είναι ο πόνος τρελός.
Πως μου λείπεις κι έχω πάψει να ζω,
πως μου λείπεις κι έχω μείνει χαμένος στον πόνο,
δίχως ανάσα, να πεθαίνω, μέρα τη μέρα, για σένα, για σένα...
Τώρα κλείνω, ξαφνικά λες εσύ,
θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή,
κι η μορφή σου δίχως οίκτο τρυπάει το μυαλό.
Πεθαίνω, μα δεν βρίσκω το θάρρος να πω...
Πως μου λείπεις κι έχω χάσει το φως,
πως μου λείπεις κι είναι ο πόνος τρελός.
Πως μου λείπεις κι έχω πάψει να ζω,
πως μου λείπεις κι έχω μείνει χαμένος στον πόνο,
δίχως ανάσα, να πεθαίνω, μέρα τη μέρα, για σένα, για σένα...