Σκίζω λαγκάδια και βουνά, ακρογιαλιές και κάμπους
ρωτώ ποτάμια που κυλούν, τα σύννεφα που τρέχουν
Ρωτώ του κόσμου τα πουλιά, αγρίμια και γεράκια
τσι θάλασσες και τσι στεριές, τ’ άστρα και το φεγγάρι
Του κόσμου τσι θαλασσινούς, μάισσες, χαρτομοίρες
φίλους καινούργιους και παλιούς, περάτες και διαβάτες
στην γειτονιά που κάθουσουν, του κήπου σου τα ρόδα
Μα δε μου δίνουνε βουλή και ελπίδα μπλιό δεν έχω
μόνο μου δείχνουνε ψηλά τον ήλιο να ρωτήσω
Ήλιε, τσι κόσμους που περνάς, τσι κόσμους που διαβαίνεις
που φανερώνεις τα κρυφά σ’ ανατολή και δύση
δώδεκα χρόνια πέρασαν, τα δεκατρία πάνε
απούχα μια παλιά φιλιά, μια μπιστεμένη αγάπη
και δεν την είδα σ’ εκκλησιά, περίπατο να βγαίνει
Ήλιε μου πες μου πού δειπνά, πού στρώνει και κοιμάται
που μεροξημερώνεται, κι εμένα δε θυμάται
Άραγες Θέε μου δε γροικά, δε λαχταρά η καρδιά τσι
που το κορμί θυσίαζα κάποτε στ’ όνομά τσι
Οι όρκοι τσι αγάπης τσι σκορπίσαν και χαθήκαν
και τα κρυφομιλούσαμε εξελησμονηθήκαν
Λησμόνησε παντοτινά και διώξε κάθε ελπίδα
και πες πως δε με γνώρισες μήδε κι εγώ πως σ’ είδα
Ας τάξω πως επιάστηκα απο μιας γυναίκας τρίχα
και΄σπασε η τρίχα κι έχασα στον κόσμο ότι κι αν είχα