Κάνε με κυρά γαμπρό, μα καλό παιδί είμ’ εγώ
τα παπούτσια που φορώ στου τσαγκάρη τα χρωστώ
κι ο τσαγκάρης να `ν’ καλά, να τα πεδουλολογά
Σαν τη μαρμαροκολώνα στέκεις μέσ’ στην εκκλησιά
και μαραίνεις και τρελαίνεις των μανάδων τα παιδιά
και μου μάρανες κι εμένα τη δική μου την καρδιά
Βάρκα θέλω ν’ αρματώσω με σαρανταδυό κουπιά
Με σαράντα παλληκάρια να σε κλέψω μια βραδιά
το γιαλό γιαλό να πάμε μέσα στην αστροφεγγιά
Να σε πάρω να σε πάω στο ψηλότερο βουνό
να σου χτίσω κι ένα πύργο μαρμαροπελεκητό
και βελούδα να σου στρώνω, να ξαπλώνουμε τα δυο
Ήθελα να `ρθώ το βράδυ, μ’ έπιασε ψιλή βροχή
το Θεό παρακαλούσα για να σ’ έβρω μοναχή
τη μαμά σου να κοιμάται, και στην πόρτα το κλειδί
Ούτε μοναχή σε βρήκα, ούτε με τη μάνα σου
γιατί βγήκες στο σεργιάνι με τη φιλενάδα σου
άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, να χαρείς τα νάζια σου