Δώδεκα χρονώ κοπέλι έφυγα στα ξένα μέρη
σε μια χώρα μακρινή για καλύτερη ζωή και έκαψε μου την καρδιά η παντέρμη ξενιτιά
Άλλοι λαχταρούν τα ξένα κι εγώ Κρήτη μου εσένα το φτωχό μου το χωριό
πότε θα το ξαναδώ και δεν ξαναφεύγω πια κι ας μην έχω και λεφτά
Πότε θα 'ρθει εκείνη η μέρα μες στον δροσερό αέρα
φίλους και δικούς να δω και μια κόρη που αγαπώ
να μεθύσω και να πω πάλι τον παλιό σκοπό
Να 'νεβώ στον Ψηλορείτη στην ψηλή κορυφή σου Κρήτη
να διαμαρτυρηθώ εις στον ίδιο το Θεό για να μην ξορίζει πια τω μανάδω τα παιδιά