Πού να τελειώνει η θάλασσα,
η αγάπη πού ν’ αρχίζει,
κι η Παναγιά η Παντάνασσα
ποιους έρωτες ορίζει.
Πώς καίγονται τα σύννεφα
στις πυρκαγιές της δύσης,
κι εγώ γιατί το πίστευα
πως θα ξαναγυρίσεις.
Πώς κι ο θυμός μου οργίστηκε
και ξαφνικά αντέλω,
σαν τουφεκιά που ακούστηκε
στης Κρήτης το έτσι θέλω.
Πού φτάνει, αλήθεια, η υπομονή,
τα όρια πού σπάνε,
πώς μοιάζει ο έρωτας ποινή
σ’ όσους τον προσκυνάνε.
Πώς, τάχα, αντέχεις και μπορείς
να εισπράττεις προδοσίες,
από τι γλέντι της ζωής
να παίρνεις απουσίες.
Πώς κι ο θυμός μου οργίστηκε
και ξαφνικά αντέλω,
σαν τουφεκιά που ακούστηκε
στης Κρήτης το έτσι θέλω.