Στο ένα χέρι η γραμμή ν`αναδιπλώνει
και στον ώμο περασμένη η κιθάρα
κι όλα τ` άλλα στο παλιό εκείνο σάκο
έξι η ώρα το πρωί και ο ήλιος να ζυγώνει
στην ολόγιομη ματιά σου.
Τ`αυτοκίνητα να φεύγουνε για πάντα
τα πουλιά να σου κρατάνε συντροφιά.
Κι ούτε στέλνεις ένα γράμμα πια στο σπίτι
μόνο αρπάζεις τη στιγμή κι έχεις φτάσει τα τριάντα
στην απρόβλεπτη τροχιά σου.
Μια σταλιά, η ζωή που κυλά στα στερνά και στα πρώτα.
Μια σταλιά, δυο φιλιά που κλεφτά παίρνεις πίσω απ`τα φώτα.
Στις λεωφόρους δραπετεύεις απ`του κόσμου τις στροφές
για αγάπες κρυφές, για αγάπες κρυφές.
Μεσημέρι και σε πέτυχα στη στάση
το καπέλο σου ν`αδειάζεις κουρασμένος.
Μόλις είχες παίξει πάλι στην πλατεία
"το κοινό είναι κοινό" σ`έπιασα να ψιθυρίζεις
κι ένα όνειρο σκληρό ξαφνικά να καθρεφτίζεις
στην ολόγιομη ματιά σου.