Σαν πήρα έναν ανήφορο και βγήκα ιδρωμένος,
πως το `παθα ο καημένος;
Πάω τα χαιρετίσματα σε μια μου φιλενάδα
που να την κάψει η λαύρα.
Πάω και δεν τη βρίσκω εκεί
στον αργαλειό να υφαίνει,
της κρένω, δε μου κρένει.
Κρίνε μου, κρίνε, κρίνε μου
δυο λόγια μπιστεμένα
και μη γελάς με μένα