Εν τω μεταξύ
Όση ώρα αυτοί λέγανε μύθους
Και παραμύθους
Εγώ βούρλιζα μες στο κουβούκλιο
Με το τσεμπέρι να φυλάω
Άπαπα μια ζέστη! Μια άναψη!
Πώς άνω έτσι να πάρω λίγο αέρα
Βγαίνω… ααα μπροστά μου
Μούρη με μούρη
Ο Κινησίας μου λέει είμαι
«Φώναξέ μου την Ειρήνη
θέλω να…
άνδρας της είμαι, να…»
«Θέλεις να…; Να!
Άρπα την Παλιοκινησία
Μπρος φύγε – άντε φύγε
Χαμένε
Απάτη απάτη
Ούτε ψύλλου πήδημα
Σε τούτο το κρεβάτι
Αλί μας αλί σου
Φάγατε χυλόπιτα
Κι εσύ και το πουλί σου
Αγια για για
Α Κινησία κακομοίρη δυστυχή
Εμείς το ξέραμε σχεδόν απ’ την αρχή
Κι είν’ ο χορός μαζί σου
Στην κατάστασή σου
Μα κώλο να σου δώσει δεν μπορεί
Τι μπορεί;
Ποια καρδιά;
Ποια νεφρά;
Ποια μέση θ’ ανεχτεί τη συμφορά;
Τσα τσα τσα
Ποιο κορμί
Ποιο βρακί
Θα βάλει αυτά τ’αρχίδια φυλακή;
Τσα τσα τσα
Γεβο γεβ
Γέβελι γερέβιν γέβο γεβ
Δία…
Κοίτα το ζεμπέτη μου – τι σπασμός
Τι αντιπερισπασμός
Μυρίνη
Στην πόρτα του κουφού
Μυρίνη
Φύσα τη φουφού
φου φου φου
Ααααχ Κινησία Κινησία
ήτανε σκέτη προδοσία
Είναι κακιά είναι
Είναι καλή, είναι κυρία
Σκατά κυρία
Και να φυσούσε ένας αγέρας
Να πάρει αυτό το τέρας
Το τέρας τη γυναίκα π’αγαπώ
Αχ και να σήκωνε μπουρίνι
Να πάρω την Μυρίνη
Αργά να την καθίσει πάνω «εδώ»!