Απ’ τα κάλαντα δραχμές που κέρδισα
σε κασέτες με τα hits επένδυσα
με Madonna, Sandra και Duran Duran
έντυσα της εφηβείας μου τα "αν".
Κι ήμουν στην "Αυτοκίνηση"
κάτω από μια μπάλα χρυσή
ασουλούπωτος χορευτής
του γλυκού νερού εραστής.
Πέταξα μαζί με τον Παραμυθά
πάνω από της Φρουτοπίας τα στενά
κι έμαθα απ’ τα επεισόδια του Φρου Φρου
πόσο ωραία είν’ η ζωή χωρίς φρου φρου.
Για να κοιμηθείς πιο γλυκά
διάβασα τηλεφωνικά
ένα βράδυ στις δώδεκα
Άλφα Εκατόν Δώδεκα.
Το ογδονταπέντε άλλαξα μεμιάς
κι έγιν’ από "φλώρος" "χεβιμεταλλάς"
κάτω στα Εξάρχεια και στο "Παλλιακό"
άκουσα πρώτη φορά ροκ το παλιό
Κάνει ο έρωτας μάθημα
στου σχολείου το διάλειμμα
"μοιάζω σαν χαμένο νησί"
σού ψιθύρισα στο αυτί.
Κει στα έητις μια φορά κι έναν καιρό
έβλεπα τον Μαραντόνα σαν θεό
κι είχα Σαραβάκο, Χατζηπαναγή
ήρωες μιας εφηβείας που διαρκεί.
Κι έμαθα ανακατωτά
Χάρη, Πάνου "Ζεστά Ποτά"
και του Δήμου Μούτση το "Να"
για να με προσέξεις ξανά.
Είδα καταστάσεις ν’ ανατρέπονται
και στα ξαφνικά να μετατρέπονται
σπίτια που `χαν τις αυλέ μυριστικές
σ’ άχαρες και τσιμεντένιες φυλακές.
Κι ένα σινεμά θερινό
που σου είπα το "σ’ αγαπώ"
έγινε το ογδονταεννιά
χώρος με πολλά μαγαζιά.
Φοιτητής Σχολής που δε θα ήθελα
μα στο "Παραρλάμα" και στην "Τήνελλα"
Δουρδουμπάκης και Ηλίας Ζάικος
μου `δειξαν ότι δεν είμαι άτυχος.
Τις χρονιές που σε πόθησα
μα ποτέ δε σ’ απόκτησα
έχω στην ψυχή θησαυρό
έητις και ψωμί ξερό.