Στης υπόγας το σκοτάδι τρομαγμένοι μένουμε
με τα μάτια βουρκωμένα κοιταζόμαστε
τα σκαλιά που βγάζουν έξω δεν τα ανεβαίνουμε
και τα σφάλματά μας αναλογιζόμαστε.
Εκεί έξω ο ουρανός θανάτους στάζει συνεχώς
και το φως του ήλιου καίει σαν την πυρκαγιά
είναι γάβγισμα του Κέρβερου του ανέμου ο αχός
στα ποτάμια ρέει μια κατάμαυρη μπογιά.
Στης υπόγας το σκοτάδι ζούμε και δεν ζούμε εμείς
περιμένοντας το θαύμα, μα αυτό αργεί.
"Θεέ μου, στείλε μας ξανά το φως μιας άλλης χαραυγής
όπου θα `ναι η πλάση σου αγκάλη κι όχι οργή".
Τότε θ’ αντικρίσουμε ξανά στο φως τα χρώματα
και θα ερωτευτούμε κάτω από τις καστανιές
θα γεμίσουμε τις χούφτες βότσαλα και χώματα
και σβηστές θα μένουν του πολέμου οι μηχανές.