Αγάπησα στα μάτια σου όλα τα τρένα,
όλη την υπομονή που είχαν για μένα.
Πάντα με περίμενες αργά όταν γυρνούσα,
μου ζέσταινες τα χέρια όταν πονούσα
κι όταν τα πρωινά έβγαινα στον ήλιο,
είχα την αγάπη σου να με ζεσταίνει στο κρύο.
Κι όταν όλοι γύρω μου ζωγράφιζαν τη θλίψη,
έβλεπα το γέλιο σου κι έπαιρνα δύναμη.
Υπάρχει κάτι νέο, ο ουρανός με βλέπει,
με μία κιμωλία χαράζει τον Δεκέμβρη,
την ώρα που ακριβώς κάποιος χάνει μια στιγμή,
φεύγουν δυο πουλιά απ'την πιο ψηλή οροφή
κι είναι σαν εσύ κι εγώ να είμαστε ένα,
όταν όλα γύρω μας δείχνουν χαμένα,
σαν ένα φορτηγό να θυμάμαι τα μέρη που άφηνα,
χιλιάδες χιλιόμετρα, ατέλειωτα χρυσάνθεμα…
Σαν μπουκέτο από ερωτήματα μοιάζει η ζωή,
το άπειρο ταβάνι μου και η αριθμητική.
Πάλι με κοιτάς δε θέλω να φύγω,
σπάνε όλα μέσα μου και μπαίνει ένας σκύλος.
Κι είμαστε όλοι μπερδεμένοι κι αυτό το μπαλόνι,
στο μεγάλο μου δάχτυλο η μέρα ματώνει.
Εκεί που υπάρχει φόβος δεν υπάρχει αγάπη,
στα πιο μεγάλα πάθη κρύβονται λάθη.
Η άγνοια φέρνει άρνηση, μια ρωγμή στο στήθος
και μες στο χάος τρέχει κατάλευκη σαν λύκος,
στα δόντια αυτά που σάπισαν η μνήμη
ας ανθίσει κι ο άσωτος υιός στο σπίτι να γυρίσει.
Και είναι σαν εσύ κι εγώ να είμαστε ένα,
όταν όλα γύρω μας δείχνουν χαμένα,
σαν ένα φορτηγό να θυμάμαι τα μέρη που άφηνα ,
χιλιάδες χιλιόμετρα, ατέλειωτα χρυσάνθεμα…
Τα μάτια κοιτάζω ποτέ δεν λένε ψέματα,
οι άνθρωποι κάνουν λάθη, ασαφείς υπολογισμούς,
οι ψευδαισθήσεις τους καταρρέουν σαν σκηνικά,
με την τελευταία παλίρροια όλα `δείχναν καθαρά
και οι υποσχέσεις τους σαν θρίαμβοι σβήνουν,
σαν φύλλα στους δρόμους όλα τώρα πέφτουν.
Το κεφάλι μου προσπαθώ να κρατήσω ευθεία
μα τα βλέπω όλα ανάποδα μες την τέλεια ηρεμία,
Οι βιολέτες δεν είναι μπλε μα η καρδιά της
είναι σαν έρημο βασίλειο που οι πάνθηρες φυλάνε.
Ορκίζομαι στο Θεό , στην δύναμη που φέρνει,
στον ήλιο αυτό που λάμπει και με προστατεύει
να προσπαθήσω ν'αγαπώ μες στις αντιφάσεις,
σε ότι εναντιώθηκα μες στις καταστάσεις,
σαν ένα φορτηγό να θυμάμαι τα μέρη που άφηνα,
χιλιάδες χιλιόμετρα, ατέλειωτα χρυσάνθεμα…