Ανάβουν στην πόλη τα φώτα,
στο χολ περπατώ μοναχή,
φτάνω εκεί που σαν φυλακή
με κυκλώνει η ερημιά
ως την ψυχή.
Στο δρόμο ξερόφυλλα τρέχουν,
γλιστρούν οι σκιές στο σταθμό,
ξάφνου φως, μαγικός σκοπός,
ξεκλειδώνει τη καρδιά του καθενός.
Μοιάζει γιορτή
σε κάποιαν άλλη εποχή
και νοσταλγώ
ένα χορό με τη βροχή.
Ρολόι δεν έχω μαζί μου,
κρατώ το μπαλκόνι ανοιχτό,
νιώθω πως χάδι κι αδερφός
είναι πάλι συντροφιά μου ο καιρός.