Λένε τη νύχτα στη Φαιστό
βγαίνει του Μίνωα μια κόρη
κι από το λόφο το χτιστό
το καλοκαίρι το ζεστό
σαν άστρο πέρνει τ’ ανηφόρι.
Άσπρο σημάδι φωτεινό
μοιάζει δρεπάνι ή με στάχυ
πάει να πιαστεί στον ουρανό
και δεν κρατά τον στεναγμό
κλαίει στου φεγγαριού τη ράχη.
Λένε πως ήταν μια βραδιά
μ’ αστροφεγγιά στη γης το βλέμμα
που βρήκαν πάνω στα κλαδιά
μια μεταξένια φορεσιά
κι ένα χαρτί που’ γραφε "ψέμα".
Χρονιά και χρόνια τι ζητά..
το δάκρυ της δροσιά στα χόρτα
άγρυπνη κι έρμη περπατά
και τ’ ακριβά της φυλαχτά
βροντάν ως του Θεού την πόρτα.