Δεν είναι απλό για ένα κορίτσι
για τον μπαμπά του να μιλήσει, πάτερα.
Γι αυτό θα πω ένα παραμύθι
χωρίς κουκί, χωρίς ρεβίθι και βέρα.
Ο πρίγκιπας μου ο γενναίος
ήμουν παιδί κι ήσουνα νέος
μα όσα πέρναγαν τα χρόνια
μας σκέπαζαν σιωπές και χιόνια.
Από πριγκίπισσα ζητιάνα
πήρα καράβια κι αεροπλάνα
να φύγω μόνη μου στα ξένα
μακριά από μένα κι από σένα.
Σ’ ευχαριστώ που με πληγώνεις
κι αντί γλυκά να μεγαλώνεις
μικραίνεις μέσα μου και λιώνεις
αχ, μη θυμώνεις
Σ’ ευχαριστώ που έτσι μαθαίνω
να επιμένω, να ανεβαίνω,
να μην φοβάμαι όταν λυγίζω,
να ζω, να ελπίζω.
Ποτέ δε μου είπες πως η αγάπη
δεν είναι φάρμακο ούτε χάπι, πατέρα.
Μα ένα μικρό πουλί που ψάχνει
φωλιά, ροδόνερο και άχνη κάθε μέρα.
Κι ούτε κατάλαβες η κόρη
πως δεν μπορεί να γίνει αγόρι
είναι γυναίκα το παιδί σου
κρατάει κλειδί του παραδείσου.
Σήκω και πες ένα τραγούδι
για το φτωχό σου αγγελούδι
απ’ τα παλιά τα λυπημένα
που λες και γράφτηκαν για μένα.
Σ’ ευχαριστώ που με πληγώνεις
κι αντί γλυκά να μεγαλώνεις
μικραίνεις μέσα μου και λιώνεις
αχ, μη θυμώνεις
Σ’ ευχαριστώ που έτσι μαθαίνω
να επιμένω, να ανεβαίνω,
να μην φοβάμαι όταν λυγίζω,
να ζω, να ελπίζω.