Ήταν άκυρα τα σήματα
πως όλα συνεχίζονται
και απλή παρηγοριά
πως τα πάντα συνηθίζονται
Τώρα μόνο πρώτο πρόσωπο,
τα γόνατα λυγίζουνε,
τα χέρια αχρηστεύονται,
τα χείλη απλά θυμίζουνε
Τι να το κάνω το τηλέφωνο
και τι να πω στη μάνα μου,
γιατί να ταξιδέψω,
τη ζωή μου να ξοδέψω;
Για ποιο λόγο να δακρύσω
και για ποιον να τραγουδήσω,
για ποια μάτια να είμαι όμορφος,
για ποιο σώμα δυνατός;
Ποια καλοσύνη να μισήσω
και ποιο μίσος ν’ αγαπήσω,
ποιο κρεβάτι να προδώσω,
ποια αμαρτία να δικαιώσω;
Όλα μέσα μου πεθαίνουν,
οι χαρές μου αρρωσταίνουν
και της Άνοιξης τη φύση
ποιος γιατρός θα τη νικήσει;
Ίσως δεν ήσουν κάτι πιο πάνω
από ένα γέλιο στα αστεία μου,
από μια σκέψη πριν κοιμηθώ,
από ένα δάκρυ στην κηδεία μου,
όμως η θάλασσα που πέφτω
είναι μια δίνη χωρίς εσένα
και το βουνό που ανεβαίνω
λέγεται Γολγοθάς για μένα
τώρα που δεν έχω κανέναν