Ειμαι δεκάξι, θεός φυλάξοι
μοναδικός κληρονόμος της μεγάλης εντολής
τυχερός από κούνια, τυπάκι και νταής
χαλιέμαι κι αγαπώ, μισιέμαι και γελώ, φτιάχνω κεφάλι
μα έχω την τρέλα μου κλεισμένη σε μπουκάλι
που το `χω ρίξει στη θάλασσα μου
να ταξιδέψει με τα χάρτινα όνειρά μου
να βρει τους ναυαγούς που τραγουδάνε
για ένα κόσμο που ποθούν και λαχταράνε
σαν ταξιδιάρικα πουλιά που `χουν πυξίδα την καρδιά
και ζουν ακόμα, πετούν ακόμα
χωρίς η πίστη να τους βγει, χωρίς ο νους τους να καεί
χωρίς να τρέξει το αίμα από το στόμα
ετών δεκάξι, είμαι δεκάξι.
Είμαι δεξάξι, θεός φυλάξοι
σ’ αυτόν τον πόλεμο που ζω είμαι στρατιώτης και μωρό
τι άντεξες για μένανε μητέρα
να μεγαλώσω δεν μπορώ, το γάλα σου είναι χημικό
ετών δεκάξι, μ’ έχει πειράξει
που `μαι στη νέα εποχή ένα χαρτί που `χει καεί
το σίχαμα που ζω το έχετε φτιάξει για να πεθαίνω στο κουπί
μ’ έχετε κλείσει στο κλουβί και `χω λυσσάξει.
Εχω βαφτίσει τη βάρκα μου "Αγωνία"
όπως τη νιότη μου που βλέπετε σαν μαγαζί γωνία
δεκάξι συναπτά ξεθεωμένο, πισώπλατα σκληρά μαχαιρωμένο
μα είναι ξυράφι που θερίζει η αγάπη μου
και άμα θέλετε να ζήσετε και σεις μέσα στο χάρτη μου
θα λύσετε το Γόρδιο που με πνίγει
κι άμα διψάσετε θα πιειτε μονάχα από το δάκρυ μου
πολύ φοβάμαι πως είστε λίγοι
μα αν λαχταράτε η ψυχή μου να αποτύχει
στοιχηματίστε μα θα `χω φύγει
και σας λυπάμαι για να πω η ιστορία σας πως λήγει
είμαι δεκάξι, ετών δεκάξι, είμαι δεκάξι.