Γλυκοβραδιάζει κι ο ντουνιάς
αμέριμνος γλεντάει
την ώρα που ο Χάροντας
την πόρτα μου χτυπάει Ι
Φίλοι, αδέλφια, συγγενείς
κάνουν για να με σώσουν
μα μπρος στο θάνατο σκορπούν
τρέχουν για να γλιτώσουν Ι
Απελπισμένος κι άδικα
βοήθεια γυρεύω
μονάχος με το Χάροντα
ανέλπιστα παλεύω Ι