Το κυπαρίσσι στην αυλή του Γυμνασίου
κλαίει μονάχο και ζητάει τα παιδιά
κι η επαρχία σαν τα φύλλα ενός βιβλίου
κλείνει και μένουν χίλια γράμματα τυφλά.
Μα τα μεσάνυχτα στο βορινό το αυλάκι
βρίσκονται και φιλιούνται οι αγέρηδες
και σιγοπερπατούν στο πάλλευκο σοκάκι
οι κάθε είδους υποσχέσεις ψεύτικες.
Ένας ψαράς στον καφενέ μεθοκοπάει
και τραγουδά ηλεκτρικά νησιώτικα
κι ο γέρο ταχυδρόμος στίχους πελεκάει
στα ενενήντα είναι τα νιάτα αλλιώτικα!
Παλιές αγάπες από λήθαργο ξυπνούνε
ζωή τους δίνει η οσμή του θυμαριού
κι οι πελαγίσιες αναμνήσεις τριγυρνούνε
στην κόψη του ανεμοδαρμένου φεγγαριού.
Το κύμα κυνηγά ερωτοχτυπημένο
ξανθό λιβάδι με τις καλοκοιμηθιές
μα στέκει ασάλευτο σαν να `ναι μαγεμένο
όταν ακούει κάποιας τσαμπούνας τις στριγγλιές.
Και το νησί μοιάζει στο πέλαγος καράβι
που ξεκινάει ταξίδι δίχως γυρισμό
ο χρόνος του άφησε αγιάτρευτο σημάδι
και στα θεμέλια της ψυχούλας του τριγμό.