Γαϊτάνι ν είχα στο πλεχτρί και τσόχαν εις το ράφτη,
ωχ, και τσόχαν εις το ράφτη,
και ξένον εις την ξενιτιά και καρτερώ τον να ’ρθει,
ωχ, και καρτερώ τον να ’ρθει.
Γαϊτανάκι μου πλεγμένο
στην ανέμη τυλιγμένο.
Pοδίτικο ’ναι το νερό, ροδίτικια κι η βρύση,
Pοδίτισα κι η κοπελιά που πάει γιά να γεμίσει.
Γαϊτανάκι μου πλεγμένο
στην ανέμη τυλιγμένο.
Pοδίτικο ’ναι το πανί, ροδίτικο το χτένι,
Pοδίτισα κι η κοπελιά που κάθεται και υφαίνει
Γαϊτανάκι και μπιρσίμι
μου ’στειλαν από τη Σύμη
για να ράψουν οι κοπέλες
των αντρών τους τις φανέλες.