Χρόνια στο γιαλό αραγμένα
τα καράβια μάς προσμέναν
μ’ ανοιχτά πανιά αναμέναν
εσένα, εμένα
κι όλο δίσταζε η καρδιά μας
άβουλη στη νοσταλγία,
κι ας κεντά η φαντασία
τα όνειρά μας.
Και σαλπάραν ένα βράδυ
δίχως σκιές, δίχως ράντα
μ’ όλα τα πανιά ανοιγμένα
στο σκοτάδι.
Τώρα η νοσταλγία μας μένει
στο γιαλό, στο κύμα πλάι,
θάλασσα πλατιά κοιτάει
και προσμένει, και προσμένει,
και προσμένει.