Την πόρτα σου άφησε ανοιχτή
στον ήλιο και στ’ αγιάζι
όταν η αγάπη θα διαβεί
να βρει τραπέζι και ψωμί
κρεβάτι ν’ αποκοιμηθεί
κι όνειρο ν’ απαγκιάζει.
Λίγο ψωμί στα περιστέρια
για τους φτωχούς λίγο κρασί
δυο άσπρα σύννεφα τα χέρια
κι η αγάπη σου βροχή χρυσή.
Την πόρτα σου άφησε ανοιχτή
στη νύχτα και στ’ αγέρι
ο πικραμένος που θα μπει
να βρει να κάτσει ένα σκαμνί
και να `ν’ η στέγη του απαλή
σαν του θεού το χέρι.