Μόνη , παντέρμη θάλασσα κι εγώ στη μέση μόνη,
μικρός λυγμός της ξενιτιάς πριν πέσει να κρυφτεί.
Να καρτερώ τον ουρανό την ώρα που νυχτώνει
να φέρει το ξημέρωμα με το λευκό πουλί.
Άκρη του κόσμου στάθηκα ν ακούσω τη φωνή μου
που πέταξε και γύρισε στο στόμα μου πικρή
κι απ’ τη φωνή δεν ξύπνησε το ρόδο στην αυλή μου
κι η μάνα μου δε φάνηκε στην πόρτα γελαστή.
Μόνη , παντέρμη, γέμισα την αμμουδιά τριγύρα
φιλιά και χαιρετίσματα και άδειες αγκαλιές
και πιο αρμύριζε το δάκρυ απ ΄την αρμύρα
και πιο πολύ παράδερνε το κύμα στις σπηλιές.
Άκρη του κόσμου στάθηκα ν ακούσω τη φωνή μου
που πέταξε και γύρισε στο στόμα μου πικρή
κι απ’ τη φωνή δεν ξύπνησε το ρόδο στην αυλή μου
κι η μάνα μου δε φάνηκε στην πόρτα γελαστή.