Θ’ αφήσω τη μανούλα μου και το φιλί μου πίσω
καθώς τ’ αστέρι που κυλά, στην ξενιτιά θα σβήσω.
Θα τις θυμάμαι τις στιγμές αργά Σαββάτο βράδυ
που λάμπανε τα χέρια της αστέρια στο σκοτάδι.
Με τάιζε γλυκό ψωμί και μου `στρωνε να γείρω
ήταν τα χέρια της φτερά και το φιλί της μύρο.
Και το πικρό μας σπιτικό ως έμπαινε η μέρα
γινόταν ύμνος και ψαλμός, είχε ζωής αέρα.
Ήταν η θάλασσα φιλί και ο αφρός αγάπη
ήταν παιχνίδι ο άνεμος και το τραγούδι αλάτι.
Ήταν ευχή ο ουρανός κι ο ορίζοντας ελπίδα
γιορτή ο μόλος κι ο γιαλός που δεν την ξαναείδα.