Κύλισε και τ’ αποψινό
ίδιο με τ’ άλλα βράδια
λίγο πιοτό, λίγα φιλιά
δυο μεθυσμένα χάδια.
Μες στο πιοτό μες στους καπνούς
πνιγήκανε οι πόνοι
παραπατώντας ξεκινώ
στο φτωχικό μου μόνη.
Το σπίτι μαύρο σκοτεινό
άδεια η αγκαλιά μου
όσο κι αν πιω δε σε ξεχνώ
που είσαι μακριά μου.
Φλόγες θ’ ανάψω μια βραδιά
τα σέα του να κάψω
να μη σε ξαναθυμηθώ
ποτέ πια να μην κλάψω.