Σε ένα βαθύ υπόγειο υγρό σκοτεινιασμένο
δύστυχη μάνα με παιδιά η δόλια
περιμένω τον άντρα που μια άπονη
έχει ξελογιασμένο.
Αν δεν πέτρωσε
αχ, η καρδιά του
ας γυρίσει
ας γυρίσει στα παιδιά του.
Η πείνα και η στέρηση
την πόρτα μου χτυπούνε
κι από τα μάτια μου βαριά
τα δάκρυα κυλούνε.
Αχ τι να δώσω στα παιδιά
ψωμί όταν ζητούνε.
Αν δεν πέτρωσε
αχ, η καρδιά του
ας γυρίσει
ας γυρίσει στα παιδιά του.
Σ’ ένα υγρό υπόγειο φτωχιά λησμονημένη,
κλαίω δουλεύω και πονώ είμαι απελπισμένη
γιατί δεν ξέρω αύριο το τι με περιμένει.
Αν δεν πέτρωσε
αχ, η καρδιά του
ας γυρίσει
ας γυρίσει στα παιδιά του.