Στου πόθου μου τον κήπο
κανείς δεν περπατά,
τα τριαντάφυλλά μου
δεν τα κόβεις στα κλεφτά.
Μα πήδηξες τον τοίχο
κι ας ήτανε ψηλός,
κι αλήτης είπα μέσα μου *
πως θα ’σαι ή τρελός. *
*στο ένθετο:
και μέσα στο μυαλό μου
εγώ σε έχω συνεχώς.
Δεν μπορώ άλλο πια να κρατηθώ.
Δεν μπορώ, θα κολλήσω, θα μπλεχτώ.
Απορώ ποιοι θεοί
σ’ έφεραν εδώ στη γη.
Πού το βρήκες τέτοιο βλέμμα,
πού αγόρασες φιλί;
Ποια βραδιά, ποιο πρωί
θα το πάρω απόφαση
και θ’ αφήσω το κορμί μου
στη φωτιά σου να καεί;
Του πειρασμού την πόρτα
την κλείδωνα καλά,
κανένας μην περάσει
κι έχουμε κανά μπελά.
Μα βρήκες χαραμάδα
και τρύπωσες κρυφά,
και τώρα στην καρδούλα μου
συμβαίνουνε πολλά.
Δεν μπορώ άλλο πια να κρατηθώ.
Δεν μπορώ, θα κολλήσω, θα μπλεχτώ.
Απορώ ποιοι θεοί
σ’ έφεραν εδώ στη γη.
Πού το βρήκες τέτοιο βλέμμα,
πού αγόρασες φιλί;
Ποια βραδιά, ποιο πρωί
θα το πάρω απόφαση
και θ’ αφήσω το κορμί μου
στη φωτιά σου να καεί;