Ο κόσμος που μ’ ακούει
τόσο γλυκά να τραγουδώ
δεν ξέρει το παράπονό μου
και την αρρώστια που περνώ.
Αρρώστια ύπουλη βαριά
ερίζωσε βαθιά μου,
μου έφαγε τα νιάτα μου
κι όλη την λεβεντιά μου.
Ο ήλιος μόλις βασιλέψει
και πέσει η νύχτα η σκοτεινή
ο πόνος τότε δυναμώνει
και μου τσακίζει το κορμί.
Αρρώστια ύπουλη βαριά
ερίζωσε βαθιά μου,
μου έφαγε τα νιάτα μου
κι όλη την λεβεντιά μου.
Και το πικρό παράπονό μου
βγαίνει τραγούδι απ’ την ψυχή,
δεν ξέρω πόσο θα κρατήσεις
στους πόνους δύστυχο κορμί.
Αρρώστια ύπουλη βαριά
ερίζωσε βαθιά μου,
μου έφαγε τα νιάτα μου
κι όλη την λεβεντιά μου.