Έφυγες μόνος σου να πας στη Ρωμυλία
Να βρεις τους θείους σου και τους άλλους συγγενείς.
Έτσι όπως πήγες, πάλι μόνος θα γυρίσεις,
οι συμπαγείς σου ζουν σε κόσμους συγγενείς.
Μοναξιά, μοναξιά, των ονείρων μας θεά,
συ, που χάρισες ανάσα στη χαμένη μου καρδιά.
Φλυαρούν και με λεν τιποτένιο και χαζό,
το κορίτσι μου κρυώνει κι εγώ πέφτω στο νερό.
Κι όταν τον Αύγουστο θα βγει το φεγγαράκι,
εμείς θα πλέουμε σε άλλους ουρανούς,
που η παγωνιά τους δε θα μοιάζει με τους ίσκιους,
που αφήνει πίσω της η άδικη ζωή.
Λείπει η αγάπη και λοιπά, δεν περνούν σ᾿ εμάς αυτά
μες στο πάθος μας, φιστίκια φύγαν, κάνανε φτερά
Κάθε ώρα και λεπτό, το μαχαίρι στο λαιμό,
το κορίτσι μου φωνάζει: Έλα, άλλο δε βαστώ.