Ἡ μοναξιὰ σὲ ἔθρεψε, Γιῶργο ἀναστενάρη
καὶ μὲς στὶ κοπελιὲς τραβᾶς, μὲ τέμπο καὶ μὲ χάρη.
Μοῦ ῾παν τὶς νύχτες ξενυχτᾶς, κάνεις τὸν ἀλανιάρη
κι ὅταν μιλᾶς γιὰ μένανε, μ᾿ ἀποκαλεῖς γκρινιάρη.
Θὰ πάρω κάμπους καὶ βουνά, στράτες θ᾿ α'φήσω πίσω
καὶ στὸ Νορὲ μιὰ χαραυγὴ θά ῾ρθω νὰ σοῦ μιλήσω.
Ξεχνᾶς τὶς αὐγουστιάτικες, ἀπελπισμένες νύχτες,
ποὺ ὁλονυχτὶς σοῦ μίλαγα κι ἐσὺ μιλιὰ δὲν εἶχες.
Θυμᾶσαι ποὺ γυρνούσαμε σ᾿ ἔρημες παραλίες
καὶ πατσαβοῦρες βλέπαμε νὰ κάνουν τὶς κυρίες
καὶ πατσαβοῦρες βλέπαμε, τὶς νόμιζες κυρίες.