Μέσα από τα δάση και τους ελαιώνες
οι ψυχούλες μόνες μπαίνουνε κρυφά
στα κλειστά τα σπίτια που `χουν νοσταλγήσει
ποιος θα τους μιλήσει τούτη τη φορά.
Στη μικρή το λίμνη φεγγαράκι λίκνο
παίζει με το κήπο βότσαλα χρυσά
κι οι σκιές του κόσμου ψάχνουνε το σώμα
στο ζεστό το χώμα φτιάχνουν εκκλησιά.
Το μικρό μου αγόρι στο βυθό κοιμάται
μη μου το ξυπνάτε της αυγής πουλιά
γιατί στ’ όνειρο του δυο χαρές υφαίνει
στο πλευρό που γέρνει πρώτη αγκαλιά.
Σ’ όλα τα τραγούδια που `χω βάλει λόγια
γίναν μοιρολόγια και αερικά
και γυρνούν τα βράδια στο μικρό τον κάμπο
στο σκοτάδι λάμπω άσβηστη φωτιά.
Και γυρνούν τα βράδια στο μικρό τον κάμπο
στο σκοτάδι λάμπω άσβηστη φωτιά.