Έσβησα τα φώτα κλείδωσα την πόρτα,
πέταξα στο δρόμο το κλειδί.
Ξάπλωσα στο στρώμα τρομαγμένος σαν παιδί
κι άπλωσα στη νύχτα τη σιωπή.
Ήσουν παγωμένη κι έμοιαζες θλιμμένη
δίχως αίμα, δίχως την αφή.
Τι σε περιμένει ποιος χειμώνας σ’ οδηγεί,
ποιος θα σ’ αναστήσει από τη γη;
Κάτω απ’το σεντόνι που κοιμάσαι μόνη
κρύψαμε το θάνατο απ’ τη γη.
Το αίμα σαν παγώνει δε ματώνει πια η πληγή,
μόνο η μοναξιά μου αιμορραγεί.
Έσβησα τα φώτα κι ήρθα όπως πρώτα
στο σκοτάδι να σε ξαναβρώ.
Μα το αίμα βρήκα μες στις φλέβες σαν νερό
και το σώμα σου ήτανε νεκρό.