Η θάλασσα πλαταίνει
κι ο δρόμος μου μικραίνει
ο ήλιος ακριβαίνει
και η ζωή πικραίνει.
Τον κόσμο δέρνουν πόνοι,
η εργατιά θυμώνει,
αγύρτες στο τιμόνι
κι ο πόλεμος σιμώνει.
Τάχα μάνα μου θα ζήσω
άλλο κόσμο να γνωρίσω;
Στης φτώχειας το κονάκι
είναι σβηστό το τζάκι,
κορμιά ντυμένα ράκη
και το ψωμί φαρμάκι.
Απάνθρωπο το χρήμα,
ελεύθερο το κρίμα,
χαφιές σε κάθε βήμα
και ο καλός το θύμα.
Τάχα μάνα μου θα ζήσω
άλλο κόσμο να γνωρίσω;