Γέρο που βήχεις στην άκρη του χειμώνα
σκέβρωσες απ` την ορμή του πόνου
πάρε το κορίτσι μου αν θες και χόρεψε μαζί του.
Το ξέρω, καμιά θάλασσα δε σε περιμένει
το βλέπω, γυναίκα που δεν άγγιξες το σάβανό σου υφαίνει.
Κοίτα με κι εγώ ο πιο γέρος από σένα
σέρνοντας στο ίδιο κατώφλι του θανάτου
πάρε τη χαμένη μου νιότη και δώσ’ μου την αλήθεια.
Το ξέρω, σωριάστηκαν τα όνειρα στου ύπνου το χαντάκι
το βλέπω, ανέραστη η ζωή μας πώς να την ερεθίσεις.