Καθώς σε βλέπω ακίνητο
με του Ακρίτα τ’ άλογο και το κοντάρι τ’ Άη Γιωργιού να ταξιδεύεις στα χρόνια
μπορώ να βάλω κοντά σου
μια νερατζιά στου φεγγαριού τους χιονισμένους κάμπους
κι αυτά τα σίδερα που φορείς μπορώ να σου τα στολίσω
μ’ ένα κλωνί βασιλικό κι ένα ματσάκι δυόσμο.
Μα έγω που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιά
να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή τον ουρανό της πατρίδας μου
θα βάλω τώρα κοντά σου
τα πικραμένα μάτια ενός παιδιού
μέσα στη λάσπη και το αίμα της Ολλανδίας.
Αυτός ο μαύρος τόπος
θα πρασινίσει κάποτε.
Το σιδερένιο χέρι του Γκετς θ’ αναποδογυρίσει τ’ αμάξια
θα τα φορτώσει θημωνιές από κριθάρι και σίκαλη
και τότε πάλι στις σπηλιές των ποταμών θ’ αντηχήσουν
βαριά σφυριά της υπομονής
όχι για δαχτυλίδια και σπαθιά
αλλά για κλαδευτήρια κι αλέτρια.