Πού `σουν εψές λεβέντη μου
κι αντιπροψές καλέ μου.
Τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Εψές ήμουν στους ουρανούς
κι αντιπροψές στους Άγιους.
Τον άγγελό μου φίλευα
και τον Χριστό κερνούσα.
Και την κυρά την Παναγιά
την επαρακαλούσα.
Για να μου δώσει τα κλειδιά,
κλειδιά του Παραδείσου.
Ν’ ανοίγω τον Παράδεισο
να μπω να σεριανίσω.
Να 'δω πού κάθονται οι φτωχοί
που κάθονται οι αρχοντάδες.
Στον ίσκιο κάθονται οι φτωχοί
στον ήλιο οι αρχοντάδες.
Και τους φτωχούς παρακαλούν
και τους παρακαλούνε.
Δώστε φτωχοί τον όσκιο σας
και πάρτε τα φλουριά μας.
Μα ας έχουμε `μεις οι φτωχοί,
ας έχουμε τον ίσκιο μας
κι ας έχετε τα φλουριά σας.
Τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.