Ένας εργάτης σε μια βιτρίνα,
ξεροσταλιάζει απ’ το πρωί,
και τα κουστούμια κρυφοκοιτάζει
κι αναστενάζει κάθε στιγμή.
Εβράδιασε και νύχτωσε, ερήμωσε η Αθήνα,
και ο εργάτης στέκεται ακόμα στη βιτρίνα.
Δεν έχει πάει ποτέ σε ράφτη
τα ίδια ρούχα πάντα φορεί,
όλη τη μέρα σκληρά δουλεύει
και τραγουδάει μέσ’ στο γιαπί.
Εβράδιασε και νύχτωσε, ερήμωσε η Αθήνα,
και ο εργάτης στέκεται ακόμα στη βιτρίνα.
Φτάνει στο σπίτι αργά το βράδυ
και κουρασμένος απ’ το γιαπί,
τον αγκαλιάζει η φαμελιά του
πάντα μ’ αγάπη και με στοργή.