Ήταν μια φορά δυο φίλοι
δυο λεβέντες δυο χρυσά παιδιά
κατεβαίναν κάθε δείλι
κάτω στου γυαλιού την αμμουδιά.
Κι άιντε κι άιντε κι άιντε
κι όλο λέγαν όπου να `ναι θα φανεί
κι άιντε κι άιντε κι άιντε,
το καράβι με του ονείρου το πανί.
Ήταν μια φορά δυο γέροι
ο καθ’ ένας είκοσι χρονώ
ανεβαίναν χέρι χέρι
πάνω στης αγάπης το βουνό.
Κι άιντε κι άιντε κι άιντε
κι όλο λέγαν όπου να `ναι θα φανεί
κι άιντε κι άιντε κι άιντε,
το καράβι με του ονείρου το πανί.
Χίλιοι δυο φυλακισμένοι
μέσα απ’ κελιά τους τα στενά και τα σκοτεινά
ο καθ’ ένας τους προσμένει
μόνο λίγο φως να δει ξανά,
λίγο φως να δει ξανά.
Κι άιντε κι άιντε κι άιντε
κι όλο λέγαν όπου να `ναι θα φανεί
κι άιντε κι άιντε κι άιντε
κάποια αχτίδα στο σκοτάδι φωτεινή.