Παραπονιέται στο θεό
ένας εβδομηντάρης
θεέ μου ετσά που μ’ έκανες
καλιά έχω να με πάρεις.
Σου `χω παράπονο θεέ
μεγάλο τ’ όνομα σου
είσαι θεός μα έκανες
κι εσύ τα σφάλματα σου.
Σαν έφτιαχνες τον άνθρωπο
έπρεπε να προσέχεις
και όχι στα γεράματα
άχρηστο να τον έχεις.
Κι αν είχε κει που έπρεπε
ένα στηριγματάκι
δε θα `χε τα παράπονα
που `χει το γεροντάκι.