Η μάνα μου φοβότανε,μεγάλος της καημός
Κοράλι όλο μ' έλεγε που βλέπει ο βυθός
Που βάδιζα ξυπόλυτος σε πέτρες και καρφιά
Που ονειροφτερούγιζα μίλια μακριά
Η μάνα μου ξαγρύπναγε,μεσάνυχτα ως αργά
Προσμένοντας το βήμα μου στου κήπου τα σκαλιά
Και σαν αργούσα άρχιζε συχνά την προσευχή
Κι έλεγε στα τζάνερα "είναι το παιδί ".
Η μάνα μου με φώναζε συχνά ταξιδευτή
Γιατί σε δένδρα σκάλιζα καράβια για φυγή
Γιατί έφτανε η σκέψη μου μακριά σε ωκεανούς
Που άραζε ο ήλιος μου ,όπου φεύγει ο νους
Η μάνα που με γέννησε σε παραθύρια ζει
Που μνήμες ζωγραφίζουνε ονείρων κυνηγοί
Κι η θλίψη απ΄τα μάτια της γεφύρι σκαλιστό
Να περνούν φαντάσματα,να περνώ και εγώ.